αρσενικό

αρσενικό
Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το τριθειούχο άλας του α., που λέγεται και κίτρινη σανδαράχη, ο κοβαλτίτης, διπλό θειούχο άλας α. και κοβαλτίου, τα αρσενικώδη άλατα σιδήρου, κοβαλτίου και νικελίου, που ονομάζονται αντίστοιχα λελινζηίτης, σμαλτίτης και νικελίτης. Το α. στη μεταλλική κατάσταση ήταν γνωστό στους παλαιούς αλχημιστές: ο Αλβέρτος ο Μέγας το παρασκεύαζε θερμαίνοντας το τριθειούχο άλας του α. με σαπούνι. Το α. εμφανίζεται σε πολλές αλλοτροπικές μορφές από τις οποίες κοινότερες είναι η φαιά, καλός αγωγός του ηλεκτρισμού, η κίτρινη και η μαύρη. Είναι γνωστές πολλές ενώσεις του α. Ενώνεται με τα αλογόνα (φθόριο, χλώριο, βρώμιο, ιώδιο) ή με ενώσεις τους και σχηματίζει αλογονούχα παράγωγα. Με το θειάφι και τις ενώσεις του σχηματίζει παράγωγα θειικά, θειώδη και θειούχα, με τον φωσφόρο φωσφορικά, φωσφορώδη κλπ. Με το οξυγόνο σχηματίζει τη ρίζα AsO+ που λέγεται αρσενύλιο. Μια αξιοσημείωτη ένωση του α. είναι η αρσίνη (AsH3) που σχηματίζεται με αντίδρασή του με υδρογόνο. Αυτή η ένωση δίνει αντιδράσεις πολύ ευαίσθητες που αποκαλύπτουν την παρουσία του ακόμα και σε κλάσματα του χιλιοστόγραμμου· τέτοιες αντιδράσεις χρησιμοποιούνται στην ιατροδικαστική στις περιπτώσεις υποψίας δηλητηρίασης με α. (μέθοδος Marsch). Τα άλατα του α. είναι πολύ τοξικά και στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν στα εντομοκτόνα. To τριχλωριούχο α. χρησιμοποιήθηκε κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, μόνο του ή αναμεμειγμένο με άλλα δραστικά χημικά όπλα, όπως το κυανυδρικό οξύ και το φωσγένιο. Δρα ως ισχυρό θανατηφόρο, ακόμα και σε συγκέντρωση πεντηκοστού του χιλιοστόγραμμου σε 1 κ.μ. αέρα. Αντίδοτα σε δηλητηριάσεις από α. είναι η άσβεστος, το θειικό μαγνήσιο και οι ενέσεις του BAL (British Anti Lewisite) ή διθειογλυκερίνης. Πολύ σημαντικά είναι τα οργανικά παράγωγα του α. που έχουν εισαχθεί στη θεραπευτική με το όνομα αρσενοβενζόλια. Με αυτά συνδέονται πολλές φάσεις του αγώνα εναντίον μιας από τις τρομερότερες ανθρώπινες ασθένειες. Ο βακτηριολόγος Έρλιχ αφιέρωσε τις μελέτες του στην επίτευξη σύνθεσης προϊόντων, που αν και θεραπευτικά δραστικά, να παρουσιάζουν βαθμό τοξικότητας ανεκτό από τον ανθρώπινο οργανισμό. Έπειτα από διάφορες απόπειρες, o Έρλιχ συνέθεσε το 1909 το Salvarsan, πρώτο γνωστό από τα αρσενοβενζόλια, με ιδιαίτερη σημασία στον αγώνα κατά της σύφιλης. Στη συνέχεια παρασκευάστηκαν άλλες οργανικές συνθέσεις του α. με τις οποίες βρέθηκε τρόπος να αντιμετωπιστούν επιτυχώς η σύφιλη και η ασθένεια του ύπνου. Χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή α. είναι η Γερμανία, οι ΗΠΑ, το Μεξικό, η Γαλλία, η Σουηδία, η Αλγερία, ο Καναδάς, η Αυστρία, η Ισπανία και η Ιαπωνία. Δείγμα αρσενοπυρίτη, ενός ορυκτού που βρίσκεται και στην Ελλάδα.
* * *
το
αμέταλλο στοιχείο (σύμβολο: As) που στη σταθερότερη ελεύθερη κατάσταση του είναι χαλυβδόφαιο, ευθραυστο στερεό με χημική θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρσενικό — το δραστικό δηλητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριός ή κριάρι — Αρσενικό πρόβατο. Είναι ζώο αναπαραγωγής, το οποίο επιλέγεται από τα καλύτερα της φυλής, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα οποία ευνουχίζονται και εκτρέφονται για μαλλί και κρέας. Η γεννητική ωρίμανση των κ. ξεκινάει τον 4o με 5o μήνα ή ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • ανθηρίδιο — Αρσενικό όργανο πολλαπλασιασμού (το αντίστοιχο θηλυκό λέγεται αρχεγόνιο) των πτεριδόφυτων (φτέρες, εκουίζετα κλπ.), των βρυόφυτων (βρύα και ηπατικά) και των ανώτερων μυκήτων και φυκιών. Μέσα στο α., που αποτελεί τμήμα του γαμετόφυτου,… …   Dictionary of Greek

  • ανθηροζωάριο — Αρσενικό γενετήσιο κύτταρο (γαμέτης) πολυάριθμων ομάδων φυτών, όπως τα βρυόφυτα, τα πτεριδόφυτα κ.ά. Τα α. ή ανθηροζωίδια διαμορφώνονται μέσα στο ανθηρίδιο και κινούνται μέσα σε υγρό περιβάλλον με τη βοήθεια βλεφαρίδων …   Dictionary of Greek

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

  • γαστερόστεος — (gasterosteus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των γαστεροστεϊδών, της τάξης των σκληροπαρείων. Το μήκος του δεν υπερβαίνει τα 6 εκ. και στο κάτω σαγόνι του, που προεξέχει ελαφρά από το άνω, υπάρχουν μικρότατα δόντια. Στο μέσο της ράχης του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”